- Τέλεσιν
- Τέλεσιςeventfem acc sgΤέληςmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέλεσιν — τέλεσις event fem acc sg τέλος coming to pass neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
τέλεση — η / τέλεσις, έσεως, ΝΜΑ [τελῶ] 1. η εκτέλεση, η πραγματοποίηση (α. «η τέλεση τής εορτής» β. «ἵνα τέλεσιν τὴν ταχίστην λάβῃ τὰ λειτουργήματα», πάπ.) 2. (στο Βυζ.) είδος φόρου … Dictionary of Greek